δαιμονιστής

δαιμονιστής
ο [δαιμονίζω]
ο δαιμονολάτρης, αυτός που πιστεύει στους δαίμονες
2. όποιος έχει τη συνήθεια να δαιμονίζει ή να ερεθίζει τους άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”